βάλσαμο — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται μερικά υγρά που εκκρίνονται από ειδικά φυτά, μόνα τους ή με χάραγμα. Πρόκειται γενικά για διαλυμένες ρητίνες ή ομογενοποιημένες σε αιθέρια έλαια που περιέχουν βενζοϊκό ή κιναμωμικό οξύ. Σχεδόν όλα τα β. έχουν την … Dictionary of Greek
μυρόξυλο — το βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας φαβίδες από τα οποία παράγεται ευώδης ρητίνη, το «βάλσαμο τολού» και το «περουβιανό βάλσαμο». [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. myroxylon (< μύρον + ξύλον)] … Dictionary of Greek
Ασίνη — I Σημαντικός προϊστορικός οικισμός 8 χλμ. ΝΑ του Ναυπλίου (σημερινό Τολό). Σουηδικές ανασκαφές αποκάλυψαν τα λείψανα των οχυρώσεων της 2ης χιλιετίας και του 3ου αι. π.Χ. Κατά τους Μυκηναϊκούς χρόνους συνδεόταν οδικά με τις Μυκήνες και φαίνεται… … Dictionary of Greek
Ασίνης, δήμος — Νέος δήμος (6.117 κάτ.) του νομού Αργολίδος, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Ασίνης, Δρεπάνου, Ιρίων, Καρνεζαίϊκων και Τολού, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Δρέπανο … Dictionary of Greek
βενζίλιο — Χημική αρωματική ρίζα που προκύπτει με αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου από το μόριο του τολουολίου. Τα αλογονούχα παράγωγα του β. παρασκευάζονται γενικά με επίδραση των ατμών αλογόνου στο τολουόλιο, με θερμότητα και με παρουσία φωτός. Τα… … Dictionary of Greek
βενζοϊκό οξύ — Οργανικό αρωματικό οξύ, ο τύπος του οποίου προέρχεται από το βενζόλιο, αν αντικατασταθεί ένα άτομο υδρογόνου με μια όξινη ρίζα –COOH. Βρίσκεται στη φύση γενικά με τη μορφή των εστέρων του σε διάφορες ρητίνες και βάλσαμα, όπως το βάλσαμο του Περού … Dictionary of Greek
Καλλιθέα — Ονομασία σαράντα οικισμών. 1. Πόλη (υψόμ. 25 μ., 109.609 κάτ.) του νομού Αττικής. Ανήκει στο πολεοδομικό συγκρότημα της πρωτεύουσας, της οποίας ουσιαστικά αποτελεί προάστιο. Βρίσκεται σε απόσταση 5 χλμ. ΝΔ του κέντρου της Αθήνας. Αποτελεί τον… … Dictionary of Greek
Μαραθέα — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 4 κάτ.) του νομού Αργολίδας. Βρίσκεται στον μυχό του κόλπου του Τολού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασίνης. 2. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 181 κάτ.), του νομού Ευρυτανίας.… … Dictionary of Greek
ρητίνες — Οργανικές ουσίες, στερεές ή ημιστερεές, με διάφορη σύνθεση, οι οποίες χαρακτηρίζονται κυρίως από μια τυπική υαλώδη μορφή και συχνά είναι διαφανείς. Οι φυσικές ρ. προέρχονται από τον φυτικό κόσμο και εξάγονται από διάφορα δέντρα μαζί με τις… … Dictionary of Greek
τολουόλιο ή μεθυλοβενζόλιο — Αρωματικός υδρογονάνθρακας του τύπου C6H5–CH3· μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχεται από το βενζόλιο, αν αντικατασταθεί ένα άτομο υδρογόνου από μία μεθυλική ομάδα. Στη φύση βρίσκεται σε μερικά πετρέλαια, στα προϊόντα απόσταξης διαφόρων ρητινών ή… … Dictionary of Greek